- γριτσανίζω
- γριτσάνισα1. μτβ., τρώω κάτι τραγανιστό, ροκανίζω: Το παιδί γριτσάνιζε ένα μπισκότο.2. αμτβ., τρίζω: Το παξιμάδι γριτσανίζει καθώς το τρώμε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.